- πολυλογίαν
- πολυλογίᾱν , πολυλογίαloquacityfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мъногоглаголаниѥ — МЪНОГОГЛАГОЛАНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Многословие: велико бо ѥсть орѹжиѥ д҃шi къ чл҃вкмъ мълчаниѥ. а къ б҃ѹ многог҃ланиѥ. ПрЛ XIII, 111б; ѡбрѣтають [варвары] хытрости паче Ѥлiньскы˫а премдр(с)ти и словеса лѹчьша˫а и ла˫ань˫а [в др. сп. желанiа]… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πολύνοια — ἡ, ΜΑ [πολύνους] πολλή σκέψη, σοβαρή σκέψη και αποφυγή τής πολυλογίας (α. «καλλιρρημοσύνην και πολύνοιαν», Ιωάνν. Δαμ. β. «τήν δὲ πολύνοιαν μάλλον ή πολυλογίαν ασκούσαν», Πλάτ.) μσν. η απασχόληση τού νου με πολλά, η διάσπαση τής προσοχής … Dictionary of Greek